Διαμεσολάβηση
Η διαμεσολάβηση είναι μία διαδικασία επίλυσης διαφορών, η οποία αναπτύχθηκε κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες την δεκαετία του ’60 και του ’70. Είναι ένας εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών και διεξάγεται με τη συνδρομή ενός τρίτου αμερόληπτου προσώπου, του Διαμεσολαβητή, ο οποίος προσπαθεί να οδηγήσει τα μέρη στην επίτευξη συμφωνίας. Σε σύγκριση με τη δικαστική οδό, η διαμεσολάβηση εμφανίζει τα εξής πλεονεκτήματα:
– εξοικονόμηση χρόνου και κόστους
– αποφυγή δικαστικών καθυστερήσεων
– εγγύηση εμπιστευτικότητας, εχεμύθειας και απορρήτου
– διατήρηση φιλικού κλίματος
– διαφύλαξη προσωπικών και επαγγελματικών σχέσεων στο μέλλον
Οι βασικές αρχές της διαμεσολάβησης, η τήρηση των οποίων διασφαλίζεται από τον Διαμεσολαβητή, είναι οι εξής:
– η αυστηρή τήρηση της εμπιστευτικότητας,
– η ελεύθερη συμμετοχή των μερών,
– η διαχείριση των συναισθημάτων τους,
– η ελαστικότητα της μορφής της διαδικασίας,
– η ισότητα στην αντιμετώπιση των μερών,
– η αποτελεσματική επικοινωνία,
– ο μη δεσμευτικός χαρακτήρας όσων διαμείβονται κατά την διάρκεια της διαμεσολάβησης, (μέχρι την υπογραφή του συμφωνητικού επίλυσης της διαφοράς)
– η καινοτόμος σε σχέση με τη δικαστική και διαιτητική επίλυση διαφορών, μη έκδοση απόφασης από το Διαμεσολαβητή. Ουσιαστικά δηλαδή τα μέρη έχουν τον απόλυτο έλεγχο της συμφωνίας.
Η διαμεσολάβηση χρησιμοποιείται σε εμπορικές, αστικές, οικογενειακές, εργατικές διαφορές. Στη διαμεσολάβηση συμμετέχουν, ο διαμεσολαβητής και τα αντίδικα μέρη με τους δικηγόρους τους. Με τον νόμο Ν. 3898/2010 «Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (2008/52/ΕΚ) ορίζεται ότι: «Ως διαμεσολάβηση νοείται διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια διαμεσολαβητή» (άρθρο 4 εδ. β΄ Ν. 3898/2010).
Η διαδικασία διεξάγεται μέσα από εμπιστευτικές συνομιλίες και διαπραγματεύσεις με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή, ο οποίος πρέπει να είναι εξειδικευμένος και αμερόληπτος. Η ευελιξία και η αμεσότητα του χαρακτήρα της διαμεσολάβησης, επιτρέπουν στα μέρη να επικεντρωθούν στην ουσία της διαφοράς. Δίδεται δε, ιδιαίτερη βαρύτητα, στην προσωπικότητα, τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μερών.
Με τον N.4640/2019 εισάγεται η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης (άρθρα 6 και 7). Ειδικότερα, από 15/1/2020 στις οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α,β και γ της παραγράφου 1 (διαζύγιο, ακύρωση γάμου, αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου), καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 Κ.Πολ.Δ. (προσβολή πατρότητας, μητρότητας κλπ) και από 15/3/2020 στις αστικές διαφορές της τακτικής Μονομελούς Πρωτοδικείου, άνω των 30.000 ευρώ και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, το μέρος που προτίθεται να προβεί σε άσκηση αγωγής υποβάλλει υποχρεωτικά, (με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής), αίτημα προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης. Στην συνέχεια τα δύο μέρη θα προσφύγουν σε μια υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, όπου θα διερευνηθεί ουσιαστικά αν υπάρχει έδαφος ώστε να προχωρήσουν περαιτέρω στην διαδικασία διαμεσολάβησης και να προσπαθήσουν να διευθετήσουν συναινετικά την υπόθεσή τους και να καταρτίσουν συμφωνητικό (πρακτικό).